μέμονεν

μέμονεν
μέμονα
m?
perf ind act 3rd sg
μέμονα
m?
plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέμονα — (Α) (ποιητ. και ιων. παρακμ. με σημ. ενεστ. μόνο στον εν., ενώ στον πληθ. έχει τύπους από το μέμαα) 1. επιθυμώ πάρα πολύ, ποθώ («μέμονέν τε μάχεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. προσπαθώ, επιδιώκω 3. προθυμοποιούμαι 4. έχω ροπή, διάθεση για κάτι 5. προτίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”